κορούνδιο

κορούνδιο
Ορυκτό του αργιλίου (AL2O3) που κρυσταλλώνεται στο τριγωνικό σύστημα. Το μέγεθος των κρυστάλλων του φτάνει τα λίγα εκατοστά και συνήθως βρίσκεται άφθονο σε κοιτάσματα μικροκρυσταλλικών μαζών. Όταν δεν περιέχει προσμείξεις, το κ. είναι άχρωμο και διαυγές (λευκοσάπφειρος). Ίχνη διαφόρων στοιχείων προσδίδουν στους κρυστάλλους του κ. ωραίους χρωματισμούς: κόκκινο διαυγές το ρουμπίνι, γαλάζιο διαυγές ο σάπφειρος, ιώδες διαυγές ο ανατολικός αμέθυστος, πράσινο διαυγές το ανατολικό σμαράγδι, κίτρινο διαυγές το ανατολικό τοπάζι. Όλες αυτές οι ποικιλίες του κ. συγκαταλέγονται στους πολύτιμους λίθους. Τα ακάθαρτα θολά κοκκία του κ. αποτελούν το κοινό κ., που χρησιμοποιείται ως λειαντική ύλη, εξαιτίας του μεγάλου βαθμού σκληρότητας. Το κ. είναι μετά το διαμάντι η σκληρότερη μορφή ύλης με σκληρότητα 9 και πυκνότητα 3,95-4,10 gr/c3. Μείγμα κ. και, κυρίως, μαγνητίτη αποτελεί τη σμύριδα, που χρησιμεύει και αυτή ως λειαντικό υλικό. Το κ. είναι τυπικό της ζώνης επαφής εκρηξιγενών και αργιλικών πετρωμάτων. Συνήθως όμως απαντά σε αυτοτελή κοιτάσματα ως σμύριδα. Μεγάλοι κρύσταλλοι κ. απαντώνται στα Ουράλια όρη, στη Μαδαγασκάρη, στον Καναδά και στις ΗΠΑ. Κ. με ποιότητα πετραδιού υπάρχει στην Αυστραλία, στην Καμπότζη, στη Μυανμάρ, στη Σρι Λάνκα, στην Ταϊλάνδη και στη Μοντάνα των ΗΠΑ. Σμύριδα εξορύσσεται κυρίως στην Τουρκία, στη Νάξο, στη Σάμο και στην Ξάνθη. Το κορούνδιο χρησιμοποιείται κυρίως ως λειαντικό μέσο, λόγω της μεγάλης του σκληρότητας.
* * *
το
(ορυκτ.) ορυκτό οξείδιο τού αργιλίου που αποτελεί συστατικό πολλών πετρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. corundum < koruntam, λ. τής μη ΙΕ γλώσσας Τάμιλ τής Ινδίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σμύριδα — Ορυκτό που περιέχει κρυστάλλους αλουμίνας, μεγάλης σκληρότητας και χρησιμοποιείται ως λειαντικό. Βασικό συστατικό της σ. είναι το κορούνδιο. Χρησιμοποιείται στη βιομηχανία, με τη μορφή σκόνης για τη λείανση μαρμάρων, αν υγρανθεί με νερό, και για… …   Dictionary of Greek

  • λειαντικά — Φυσικές ή τεχνητές κρυσταλλικές ουσίες ποικίλης σκληρότητας, με τις οποίες αφαιρούνται επιφανειακά στρώματα, μικρού ή μεγάλου βάθους, από τεμάχια που υφίστανται κατεργασία. Τα λ. χρησιμοποιούνται με τη μορφή κόκκων διαφόρων μεγεθών, αλλά με… …   Dictionary of Greek

  • λίθοι, πολύτιμοι — Έτσι ονομάζονται τα ορυκτά (γενικώς κρυσταλλικά, αλλά μερικές φορές και άμορφα) που χρησιμοποιούνται ως διακοσμητικά αντικείμενα εξαιτίας της ωραιότητας, της σκληρότητας και της σπανιότητάς τους, αφού υποβληθούν πρώτα σε ειδική κατεργασία.… …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνα — Φυσικό οξείδιο του αργιλίου (Αl3Ο3). Στον περιστρεφόμενο κλίβανο απανθράκωσης, που λειτουργεί σε θερμοκρασία περίπου 1.200°C, το υδροξείδιο του αργιλίου αφυδατώνεται σε άνυδρη αλουμίνα (φωτ. Montecatini).v * * * η ή οξείδιο τού αλουμινίου, το Χημ …   Dictionary of Greek

  • αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… …   Dictionary of Greek

  • ορυκτολογία — Επιστήμη που ασχολείται με τη μελέτη των ορυκτών: εξετάζει όλες τις ιδιότητες και τα χαρακτηριστικά τους, από την εξωτερική μορφολογική δομή τους έως τη θέση των ατόμων που τα αποτελούν και τις μεταξύ τους σχέσεις, από τις φυσικές ιδιότητες έως… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • ρουμπίνι — το, Ν (ορυκτ.) πολύτιμος λίθος που αποτελείται από διαφανές κορούνδιο, το οποίο είναι ορυκτό οξείδιο τού αργιλίου, με διάφορες αποχρώσεις, με πολυτιμότερη την κερασέρυθρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. rubin < μσν. λατ. rubinus < λατ. rubens… …   Dictionary of Greek

  • σκληρότητα — Χαρακτηριστική αντίσταση που παρουσιάζουν τα στερεά σώματα όταν προσπαθούμε να διεισδύσουμε μέσα σ’ αυτά ή να τα χαράξουμε με ένα άλλο σώμα. Τούτο αντιστοιχεί στην αντίσταση που προβάλλουν τα σώματα σε τοπικές πλαστικές παραμορφώσεις, ή,… …   Dictionary of Greek

  • ακόνι ή ακονόπετρα — Σκληρή πέτρα, φυσική ή τεχνητή, που χρησιμεύει για το τρόχισμα διαφόρων μεταλλικών εργαλείων. Κατασκευάζεται συνήθως από σμύριδα ή από τεχνητές ύλες όπως το τεχνητό κορούνδιο και το ανθρακοπυρίτιο. Τα υλικά αυτά, κονιορτοποιημένα, ρίχνονται μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”